οστεαρθρίτιδα

οστεαρθρίτιδα
η φλεγμονή των αρθρώσεων του ανθρώπινου σκελετού.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • οστεαρθριτικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οστεαρθρίτιδα. 2. αυτός που πάσχει από οστεαρθρίτιδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”